- καταπανουργεύω
- καταπανουργεύω (AM)βλ. καταπανουργώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπανουργεύω — act villainously pres subj act 1st sg καταπανουργεύω act villainously pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπανουργώ — (AM καταπανουργῶ, έω και καταπανουργεύω) 1. (ενεργ. και μέσ.) σκέπτομαι ή ενεργώ με δόλο, με πανουργία εναντίον κάποιου, μηχανορραφώ 2. μέσ. καταπανουργεύομαι, καταπανουργουμαι αποκρούω ή εξαπατώ κάποιον με πανουργία, με δολιότητα … Dictionary of Greek
καταπανουργευσάμενοι — καταπανουργεύομαι devise villainously aor part mp masc nom/voc pl καταπανουργεύω act villainously aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπανουργεύσαιντο — καταπανουργεύομαι devise villainously aor opt mp 3rd pl καταπανουργεύω act villainously aor opt mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπανουργεύσασθαι — καταπανουργεύομαι devise villainously aor inf mp καταπανουργεύω act villainously aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)